μένω

μένω
(αόρ. έμεινα) αμετ.
1) оставаться (в разн. знач );

μέν στο σπίτι — оставаться дома;

μένω ζωντανός — оставаться в живых;

μένω νηστικός — оставаться голодным;

μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;

μένω εν ισχύϊ — оставаться в силе (о законе);

μέν χήρα (ορφανός) — оставаться вдовой (сиротой);

μένω χωρίς δουλειά — оставаться без работы;

μένω άστεγος — оставаться без крова;

μείνε αυτού και μην κουνήσεις а) стой на этом месте и никуда не уходи; б) стой (сиди, лежи) спокойно, не двигайся;
μείνετε λίγο ακόμα останьтесь ещё немножко; δεν έμεινε τίποτε ничего не осталось; έμεινε ευχαριστημένος он остался довольным; έμεινε καταγοητευμένος он был очарован; τα έργα του θα μείνουν его труды сохранятся, будут жить вечно; 2) жить, проживать; пребывать, быть, находиться;

μένω στη Μόσχα — жить в Москве;

μένω με την μητέρα μου — жить с матерью;

έμεινα δυό μήνες στην εξοχή я жил два месяца за городом;
3) прекра- щаться; останавливаться (на каком-л. местео работе, занятиях);

άς μένει. αυτή η συζήτηση — оставим, отложим этот разговор;

να μένει η παραγγελία — заказ аннулируется;

πού μείναμε χτες; где мы остановились вчера?;
4) оставаться верным; έμειναν στα πατροπαράδοτα они остались верны традициям; 5) оставаться неизменным; сохраняться;

§ μένω πίσω — отставать;

μένω με το πουκάμισο — оставаться в одной рубашке;

μένω εμβρόντητος ( — или κόκκαλο) — быть ошеломлённым, остолбенеть;

έμεινα я остолбенел;

μένω στα χαρτιά — оставаться на бумаге (о проекте);

μένω στα κρύα τού λουτρού — оставаться ни при чём, на бобах, при пиковом интересе;

μένω με την όρεξη — оставаться с носом;

μένω στον τόπο — остаться на месте, быть убитым наповал;

δεν τού έμεινε δεκάρα он остался без гроша;

δεν μού μένει παρά να... — мне ничего не остаётся, как...;

αυτό μας έμεινε ακόμα! этого ещё нам не хватало!;

μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице, быть выброшенным на улицу


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "μένω" в других словарях:

  • μένω — stay pres subj act 1st sg μένω stay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — μένω, έμεινα βλ. πίν. 178 (και ως απρόσ. μένει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μενῶ — μένω stay fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μένω — έμεινα 1. στέκω στην ίδια θέση ή κατάσταση: Έμεινε ακίνητος από το φόβο του. 2. κατοικώ, διαμένω, παραμένω: Έμεινε δυο χρόνια στη Γαλλία. 3. επιβιώνω, απομένω, διασώζομαι: Δε μένει τίποτε από το μισθό μου. 4. βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μένον — μένω stay pres part act masc voc sg μένω stay pres part act neut nom/voc/acc sg μένω stay imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μένω stay imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένετε — μένω stay pres imperat act 2nd pl μένω stay pres ind act 2nd pl μένω stay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένῃ — μένω stay pres subj mp 2nd sg μένω stay pres ind mp 2nd sg μένω stay pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξωμένω — μένω έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω, με σίγηση τού αρκτ. ε , + μένω] …   Dictionary of Greek

  • μεινάντων — μένω stay aor part act masc/neut gen pl μένω stay aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμενηκότα — μένω stay perf part act neut nom/voc/acc pl μένω stay perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»